Translation meaning & definition of the word "unregistered" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη εγγεγραμμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unregistered
[Ανεγγραφεί]/ənrɛʤɪstərd/
adjective
1. (of animals) not recorded with or certified by an official breed association
- "Unregistered dairy cattle"
- synonym:
- unregistered
1. ( των ζώων) που δεν καταγράφονται με ή πιστοποιούνται από επίσημη ένωση φυλής
- "Μη καταχωρημένα γαλακτοκομικά βοοειδή"
- συνώνυμο:
- μη καταχωρημένο
2. Not registered
- "An unregistered citizen"
- synonym:
- unregistered
2. Δεν έχει εγγραφεί
- "Μη εγγεγραμμένος πολίτης"
- συνώνυμο:
- μη καταχωρημένο
3. (a boat or vessel) not furnished with official documents
- synonym:
- unregistered
3. (α πλοίο ή σκάφος) δεν είναι επιπλωμένο με επίσημα έγγραφα
- συνώνυμο:
- μη καταχωρημένο