Translation meaning & definition of the word "unreasonable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδικαιολόγητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unreasonable
[Αδικαιολόγητοσ]/ənriznəbəl/
adjective
1. Not reasonable
- Not showing good judgment
- synonym:
- unreasonable
1. Όχι λογικό
- Δεν δείχνει καλή κρίση
- συνώνυμο:
- παράλογοσ
2. Beyond normal limits
- "Excessive charges"
- "A book of inordinate length"
- "His dress stops just short of undue elegance"
- "Unreasonable demands"
- synonym:
- excessive ,
- inordinate ,
- undue ,
- unreasonable
2. Πέρα από τα κανονικά όρια
- "Υπερβολικές χρεώσεις"
- "Ένα βιβλίο υπερβολικού μήκους"
- "Το φόρεμά του σταματάει λίγο λιγότερο από την αδικαιολόγητη κομψότητα"
- "Αδικαιολόγητες απαιτήσεις"
- συνώνυμο:
- υπερβολικός ,
- απρόσβλητοσ ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- παράλογοσ
Examples of using
He's not an unreasonable man.
Δεν είναι παράλογος άνθρωπος.
He cannot have said such an unreasonable thing.
Δεν μπορεί να είπε κάτι τόσο παράλογο.