Translation meaning & definition of the word "unrealized" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη πραγματοποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unrealized
[Μη πραγματοποιηθείσα]/ənriəlaɪzd/
adjective
1. Of persons
- Marked by failure to realize full potentialities
- "Unfulfilled and uneasy men"
- "Unrealized dreams and ambitions"
- synonym:
- unfulfilled ,
- unrealized ,
- unrealised
1. Ατόμων
- Χαρακτηρίζεται από την αποτυχία να πραγματοποιήσει πλήρεις δυνατότητες
- "Ανεκπλήρωτοι και ανήσυχοι άνδρες"
- "Μη πραγματοποιημένα όνειρα και φιλοδοξίες"
- συνώνυμο:
- ανεκπλήρωτοσ ,
- απραγματοποίητοσ