Translation meaning & definition of the word "unreal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη πραγματικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unreal
[Ανύπαρκτοσ]/ənril/
adjective
1. Lacking in reality or substance or genuineness
- Not corresponding to acknowledged facts or criteria
- "Ghosts and other unreal entities"
- "Unreal propaganda serving as news"
- synonym:
- unreal
1. Έλλειψη στην πραγματικότητα ή την ουσία ή τη γνησιότητα
- Δεν αντιστοιχεί σε αναγνωρισμένα γεγονότα ή κριτήρια
- "Φαντάσματα και άλλες εξωπραγματικές οντότητες"
- "Μη πραγματική προπαγάνδα που λειτουργεί ως είδηση"
- συνώνυμο:
- απραγματικόσ
2. Not actually such
- Being or seeming fanciful or imaginary
- "This conversation is getting more and more unreal"
- "The fantastically unreal world of government bureaucracy"
- "The unreal world of advertising art"
- synonym:
- unreal
2. Όχι στην πραγματικότητα τέτοια
- Είναι ή φαίνεται φανταστικό ή φανταστικό
- "Αυτή η συζήτηση γίνεται όλο και πιο εξωπραγματική"
- "Ο φανταστικά εξωπραγματικός κόσμος της κυβερνητικής γραφειοκρατίας"
- "Ο εξωπραγματικός κόσμος της διαφημιστικής τέχνης"
- συνώνυμο:
- απραγματικόσ
3. Contrived by art rather than nature
- "Artificial flowers"
- "Artificial flavoring"
- "An artificial diamond"
- "Artificial fibers"
- "Artificial sweeteners"
- synonym:
- artificial ,
- unreal
3. Επινοείται από την τέχνη και όχι από τη φύση
- "Τεχνητά λουλούδια"
- "Τεχνητή αρωματική ουσία"
- "Τεχνητό διαμάντι"
- "Τεχνητές ίνες"
- "Τεχνητά γλυκαντικά"
- συνώνυμο:
- τεχνητός ,
- απραγματικόσ
4. Lacking material form or substance
- Unreal
- "As insubstantial as a dream"
- "An insubstantial mirage on the horizon"
- synonym:
- insubstantial ,
- unsubstantial ,
- unreal
4. Έλλειψη υλικής μορφής ή ουσίας
- Απραγματικόσ
- "Τόσο ανυπόστατο όσο ένα όνειρο"
- "Ένας ανυπόστατος αντικατοπτρισμός στον ορίζοντα"
- συνώνυμο:
- ανυπόστατοσ ,
- απραγματικόσ