Translation meaning & definition of the word "unquestionable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιαμφισβήτητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unquestionable
[Αναμφισβήτητο]/ənkwɛsʧənəbəl/
adjective
1. Incapable of being questioned
- "Unquestionable authority"
- synonym:
- unquestionable
1. Ανίκανος να αμφισβητηθεί
- "Αναμφισβήτητη εξουσία"
- συνώνυμο:
- αδιαμφισβήτητη
2. Not counterfeit or copied
- "An authentic signature"
- "A bona fide manuscript"
- "An unquestionable antique"
- "Photographs taken in a veritable bull ring"
- synonym:
- authentic ,
- bona fide ,
- unquestionable ,
- veritable
2. Δεν είναι πλαστά ή αντιγραφέα
- "Αυθεντική υπογραφή"
- "Ένα καλό πίστευτο χειρόγραφο"
- "Μια αδιαμφισβήτητη αντίκα"
- "Φωτογραφίες που λαμβάνονται σε πραγματικό δαχτυλίδι ταύρου"
- συνώνυμο:
- αυθεντικός ,
- πίστη ,
- αδιαμφισβήτητη ,
- πραγματικός
3. Not open to question
- "An unquestionable (or unequivocal) loss of prestige"
- synonym:
- unquestionable
3. Δεν είναι ανοιχτό στην ερώτηση
- "Μια αδιαμφισβήτητη (ή κατηγορηματική απώλεια κύρους"
- συνώνυμο:
- αδιαμφισβήτητη