Translation meaning & definition of the word "unpromising" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανεξαρτησία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unpromising
[Απεριόριστοσ]/ənprɔmɪsɪŋ/
adjective
1. Unlikely to bring about favorable results or enjoyment
- "Faced an unpromising task"
- "Music for unpromising combinations of instruments"
- synonym:
- unpromising
1. Είναι απίθανο να επιφέρει ευνοϊκά αποτελέσματα ή απόλαυση
- "Αντιμετωπίστε μια απροβληματική εργασία"
- "Μουσική για αποχρωματισμούς συνδυασμών οργάνων"
- συνώνυμο:
- απροωθώ