Translation meaning & definition of the word "unprofitable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασύμφορη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unprofitable
[Ανεπιθύμητοσ]/ənprɑfɪtəbəl/
adjective
1. Producing little or no profit or gain
- "Deposits abandoned by mining companies as unprofitable"
- synonym:
- unprofitable
1. Παράγοντας λίγο ή καθόλου κέρδος ή κέρδος
- "Καταθέσεις που εγκαταλείφθηκαν από τις εξορυκτικές εταιρείες ως ασύμφορες"
- συνώνυμο:
- ασύμφωνοσ