Translation meaning & definition of the word "unproductive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη παραγωγικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unproductive
[Αντιπαραγωγικόσ]/ənprədəktɪv/
adjective
1. Not producing or capable of producing
- "Elimination of high-cost or unproductive industries"
- synonym:
- unproductive
1. Δεν παράγει ή δεν είναι ικανό να παράγει
- "Εξάλειψη των βιομηχανιών υψηλού κόστους ή μη παραγωγικών βιομηχανιών"
- συνώνυμο:
- μη παραγωγικόσ
2. Not producing desired results
- "The talks between labor and management were unproductive"
- synonym:
- unproductive
2. Δεν παράγει επιθυμητά αποτελέσματα
- "Οι συνομιλίες μεταξύ εργασίας και διοίκησης ήταν μη παραγωγικές"
- συνώνυμο:
- μη παραγωγικόσ