Translation meaning & definition of the word "unprepared" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απροετοίμαστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unprepared
[Απροετοίμαστοσ]/ənpripɛrd/
adjective
1. Without preparation
- Not prepared for
- "Unprepared remarks"
- "The shock was unprepared"
- "Our treaty makers approached their immensely difficult problems unprepared"- r.e.danielson
- synonym:
- unprepared
1. Χωρίς προετοιμασία
- Δεν είναι προετοιμασμένοι για
- "Απροετοίμαστες παρατηρήσεις"
- "Το σοκ ήταν απροετοίμαστο"
- "Οι δημιουργοί των συνθηκών μας προσέγγισαν τα εξαιρετικά δύσκολα προβλήματά τους απροετοίμαστα" - ρ.ε.ντάνιελσον
- συνώνυμο:
- απροετοίμαστοσ
Examples of using
I was unprepared.
Ήμουν απροετοίμαστος.
I was unprepared.
Ήμουν απροετοίμαστος.
I was unprepared.
Ήμουν απροετοίμαστος.