Translation meaning & definition of the word "unplug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσυνδέστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unplug
[Αποσυνδέω]/ənpləg/
verb
1. Pull the plug of (electrical appliances) and render inoperable
- "Unplug the hair dryer after using it"
- synonym:
- unplug ,
- disconnect
1. Τραβήξτε το βύσμα των ( ηλεκτρικών συσκευών) και καταστήστε ανεκμετάλλευτο
- "Αποσυνδέστε το στεγνωτήρα μαλλιών μετά τη χρήση του"
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω