Translation meaning & definition of the word "unpleasant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσάρεστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unpleasant
[Δυσάρεστοσ]/ənplɛzənt/
adjective
1. Disagreeable to the senses, to the mind, or feelings
- "An unpleasant personality"
- "Unpleasant repercussions"
- "Unpleasant odors"
- synonym:
- unpleasant
1. Διαφωνεί με τις αισθήσεις, το μυαλό ή τα συναισθήματα
- "Δυσάρεστη προσωπικότητα"
- "Δυσάρεστες επιπτώσεις"
- "Δυσάρεστες οσμές"
- συνώνυμο:
- δυσάρεστος
Examples of using
Tom has an unpleasant, loud voice.
Ο Τομ έχει μια δυσάρεστη, δυνατή φωνή.
I am a sick man… I am a spiteful man. I am an unpleasant man. I think my liver is diseased.
Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος.Είμαι ένας μοχθηρός άνθρωπος. Είμαι ένας δυσάρεστος άνθρωπος. Νομίζω ότι το συκώτι μου είναι άρρωστο.
Don't you find it unpleasant walking in the rain?
Δεν το βρίσκεις δυσάρεστο περπάτημα στη βροχή?