Translation meaning & definition of the word "unpatriotic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιπατριωτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unpatriotic
[Αντιπατριωτικό]/ənpetriɑtɪk/
adjective
1. Showing lack of love for your country
- synonym:
- unpatriotic ,
- disloyal
1. Δείχνει έλλειψη αγάπης για τη χώρα σας
- συνώνυμο:
- αντιπατριωτική ,
- απιστία