Translation meaning & definition of the word "unparalleled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασύγκριτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unparalleled
[Ασύγκριτοσ]/ənpɛrəlɛld/
adjective
1. Radically distinctive and without equal
- "He is alone in the field of microbiology"
- "This theory is altogether alone in its penetration of the problem"
- "Bach was unique in his handling of counterpoint"
- "Craftsmen whose skill is unequaled"
- "Unparalleled athletic ability"
- "A breakdown of law unparalleled in our history"
- synonym:
- alone(p) ,
- unique ,
- unequaled ,
- unequalled ,
- unparalleled
1. Ριζικά διακριτικό και χωρίς ίσο
- "Είναι μόνος στον τομέα της μικροβιολογίας"
- "Αυτή η θεωρία είναι εντελώς μόνη στη διείσδυσή της στο πρόβλημα"
- "Ο μπαχ ήταν μοναδικός στο χειρισμό του αντισημείου"
- "Τεχνίτες των οποίων η ικανότητα είναι κατηγορηματική"
- "Απαράμιλλη αθλητική ικανότητα"
- "Μια κατάρρευση του νόμου απαράμιλλη στην ιστορία μας"
- συνώνυμο:
- μον()<TAG1> ,
- μοναδικός ,
- απαράμιλλοσ ,
- ασύγκριτοσ