Translation meaning & definition of the word "unpack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυσκευασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unpack
[Αποσυμπιέσετε]/ənpæk/
verb
1. Remove from its packing
- "Unpack the presents"
- synonym:
- unpack ,
- take out
1. Αφαιρέστε από τη συσκευασία του
- "Ξεσεπάστε τα δώρα"
- συνώνυμο:
- αποσυνδέω ,
- βγάζω έξω
Examples of using
You have to unpack your luggage for customs inspection.
Πρέπει να αποσυσκευάσετε τις αποσκευές σας για τελωνειακό έλεγχο.