Translation meaning & definition of the word "unoccupied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπηρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unoccupied
[Αναπηρία]/ənɑkjəpaɪd/
adjective
1. Not held or filled or in use
- "An unoccupied telephone booth"
- "Unoccupied hours"
- synonym:
- unoccupied
1. Δεν κρατείται ή συμπληρώνεται ή χρησιμοποιείται
- "Ένας ακατοίκητος τηλεφωνικός θάλαμος"
- "Ανεπιθύμητες ώρες"
- συνώνυμο:
- αναπασχόλητοσ
2. Not seized and controlled
- "Unoccupied areas of france"
- synonym:
- unoccupied
2. Δεν κατασχέθηκε και δεν ελέγχεται
- "Ακατοίκητες περιοχές της γαλλίας"
- συνώνυμο:
- αναπασχόλητοσ
3. Not leased to or occupied by a tenant
- "An unoccupied apartment"
- "Very little unclaimed and untenanted land"
- synonym:
- unoccupied ,
- untenanted
3. Δεν μισθώνεται ή καταλαμβάνεται από μισθωτή
- "Ένα ακατοίκητο διαμέρισμα"
- "Πολύ μικρή αζήτητη και ανεπιθύμητη γη"
- συνώνυμο:
- αναπασχόλητοσ ,
- ανεπιθύμητοσ
Examples of using
The neglected room remained unoccupied.
Το παραμελημένο δωμάτιο παρέμεινε αναπάντητο.