Translation meaning & definition of the word "unnoticed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαρατήρητη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unnoticed
[Απαρατήρητοσ]/ənnoʊtɪst/
adjective
1. Not noticed
- "Hoped his departure had passed unnoticed"
- synonym:
- unnoticed
1. Δεν παρατηρήθηκε
- "Η αναχώρησή του είχε περάσει απαρατήρητη"
- συνώνυμο:
- απαρατήρητοσ
Examples of using
I hope the incident will go unnoticed.
Ελπίζω το περιστατικό να περάσει απαρατήρητο.
In a town you may pass unnoticed, whereas in a village it's impossible.
Σε μια πόλη μπορείτε να περάσετε απαρατήρητη, ενώ σε ένα χωριό είναι αδύνατο.