Translation meaning & definition of the word "unnerved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπιφύλακτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unnerved
[Ανεπιφύλακτοσ]/ənnərvd/
adjective
1. Deprived of courage and strength
- "The steeplejack, exhausted and unnerved, couldn't hold on to his dangerous perch much longer"
- synonym:
- unnerved
1. Στερημένος από θάρρος και δύναμη
- "Το καμπαναριό, εξαντλημένο και ανεπηρέαστο, δεν μπορούσε να κρατήσει την επικίνδυνη πέρκα του πολύ περισσότερο"
- συνώνυμο:
- απαρατήρητοσ