Translation meaning & definition of the word "unmoved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασυγκίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unmoved
[Απαρακίνητοσ]/ənmuvd/
adjective
1. Emotionally unmoved
- "Always appeared completely unmoved and imperturbable"
- synonym:
- unmoved(p) ,
- unaffected ,
- untouched
1. Συναισθηματικά ασυγκίνητος
- "Πάντα εμφανίστηκε εντελώς ασυγκίνητο και αδιατάρακτο"
- συνώνυμο:
- ασυγκίνητο( ,
- ανεπηρέαστοσ ,
- ανέγγιχτος
2. Being in the original position
- Not having been moved
- "The archeologists could date the vase because it was in-situ"
- "An in-situ investigator"
- synonym:
- in-situ ,
- unmoved
2. Να είναι στην αρχική θέση
- Δεν έχουν μετακινηθεί
- "Οι αρχαιολόγοι θα μπορούσαν να χρονολογήσουν το βάζο επειδή ήταν εντός του νησιού"
- "Ένας ερευνητής εντός έδρας"
- συνώνυμο:
- εντός της πόλης ,
- ασυγκίνητοσ
Examples of using
The story left him unmoved.
Η ιστορία τον άφησε ασυγκίνητο.