Translation meaning & definition of the word "unmask" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποσυμφόρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unmask
[Ξεσκεπάστε]/ənmæsk/
verb
1. Reveal the true nature of
- "The journal article unmasked the corrupt politician"
- synonym:
- unmask ,
- uncloak
1. Αποκαλύπτουν την πραγματική φύση του
- "Το άρθρο του περιοδικού αποκάλυψε τον διεφθαρμένο πολιτικό"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- ξεμπλέκω
2. Take the mask off
- "Unmask the imposter"
- synonym:
- unmask
2. Βγάλτε τη μάσκα
- "Απομακρύνετε τον απατεώνα"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω