Translation meaning & definition of the word "unmarked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μη επισημασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unmarked
[Ανώνυμη]/ənmɑrkt/
adjective
1. Not having an identifying mark
- "Unmarked cards"
- "An unmarked police car"
- synonym:
- unmarked
1. Δεν έχει σημάδι ταυτοποίησης
- "Μη σημειωμένες κάρτες"
- "Ένα αστυνομικό αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- ασημείωτοσ
2. Not taken into account
- "His retirement was not allowed to go unmarked"
- synonym:
- overlooked ,
- unmarked ,
- unnoted
2. Δεν λαμβάνονται υπόψη
- "Η συνταξιοδότησή του δεν επιτρεπόταν να πάει χωρίς σήμανση"
- συνώνυμο:
- παραβλέπεται ,
- ασημείωτοσ ,
- ανεπιτήδευτοσ