Translation meaning & definition of the word "unmade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακατασκευασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unmade
[Ανεπιθύμητοσ]/ənmed/
adjective
1. (of a bed) not having the sheets and blankets set in order
- "An unmade bed with tangled sheets and blankets"
- synonym:
- unmade
1. ( ενός κρεβατιού) δεν έχει τα σεντόνια και τις κουβέρτες σε τάξη
- "Ένα μη κατασκευασμένο κρεβάτι με μπερδεμένα σεντόνια και κουβέρτες"
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητοσ