Translation meaning & definition of the word "unloaded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκφορτωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unloaded
[Αφόρτωτοσ]/ənloʊdɪd/
adjective
1. (of weapons) not charged with ammunition
- "Many people are killed by guns thought to be unloaded"
- synonym:
- unloaded
1. (των όπλων) δεν κατηγορείται για πυρομαχικά
- "Πολλοί άνθρωποι σκοτώνονται από όπλα που πιστεύεται ότι είναι εκφορτωμένα"
- συνώνυμο:
- ξεφορτωμένο
Examples of using
He unloaded the car.
Ξεφορτώνει το αυτοκίνητο.
The ship was unloaded at the port.
Το πλοίο εκφορτώθηκε στο λιμάνι.