Translation meaning & definition of the word "unload" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκφόρτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unload
[Ξεκαθαρίζω]/ənloʊd/
verb
1. Leave or unload
- "Unload the cargo"
- "Drop off the passengers at the hotel"
- synonym:
- drop ,
- drop off ,
- set down ,
- put down ,
- unload ,
- discharge
1. Αφήστε ή ξεφορτώστε
- "Εκφορτώστε το φορτίο"
- "Απομακρύνετε τους επιβάτες στο ξενοδοχείο"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- πέφτω ,
- πετώ ,
- βάζω κάτω ,
- ξεφορτώνω ,
- απαλλαγή
2. Take the load off (a container or vehicle)
- "Unload the truck"
- "Offload the van"
- synonym:
- unload ,
- unlade ,
- offload
2. Αφαιρέστε το φορτίο από το δοχείο (α ή το όχημα)
- "Κατεβάστε το φορτηγό"
- "Φορτώστε το φορτηγό"
- συνώνυμο:
- ξεφορτώνω ,
- αποσυνδέω ,
- εκφορτώνω
Examples of using
I won't unload the car because that's somebody else's job.
Δεν θα ξεφορτώσω το αυτοκίνητο γιατί αυτή είναι η δουλειά κάποιου άλλου.