Translation meaning & definition of the word "unlisted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μη αναφερόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unlisted
[Αναφέρω]/ənlɪstɪd/
adjective
1. Not on a list
- "An unlisted telephone number"
- synonym:
- unlisted
1. Όχι σε μια λίστα
- "Μη εισηγμένος αριθμός τηλεφώνου"
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητοσ
2. Not having your name entered on a voting list
- "An unlisted voter"
- synonym:
- unlisted
2. Δεν έχετε εισάγει το όνομά σας σε μια λίστα ψηφοφορίας
- "Μη εισηγητής ψηφοφόρος"
- συνώνυμο:
- ανεπιθύμητοσ
Examples of using
I think Tom's number is unlisted.
Νομίζω ότι ο αριθμός του Τομ δεν είναι καταχωρημένος.