Translation meaning & definition of the word "unlimited" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεριόριστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unlimited
[Απεριόριστοσ]/ənlɪmətɪd/
adjective
1. Having no limits in range or scope
- "To start with a theory of unlimited freedom is to end up with unlimited despotism"- philip rahv
- "The limitless reaches of outer space"
- synonym:
- unlimited ,
- limitless
1. Δεν έχουν όρια σε εύρος ή πεδίο εφαρμογής
- "Το να ξεκινάς με μια θεωρία απεριόριστης ελευθερίας σημαίνει να καταλήγεις σε απεριόριστο δεσποτισμό" - φίλιπ ραχβ
- "Τα απεριόριστα φτάνει του εξωτερικού χώρου"
- συνώνυμο:
- απεριόριστοσ
2. Without reservation or exception
- synonym:
- outright ,
- straight-out ,
- unlimited
2. Χωρίς κράτηση ή εξαίρεση
- συνώνυμο:
- εντελώς ,
- ευθεία ,
- απεριόριστοσ
3. That cannot be entirely consumed or used up
- "An inexhaustible supply of coal"
- synonym:
- inexhaustible ,
- unlimited
3. Αυτό δεν μπορεί να καταναλωθεί ή να εξαντληθεί εξ ολοκλήρου
- "Ανεξάντλητη παροχή άνθρακα"
- συνώνυμο:
- ανεξάντλητοσ ,
- απεριόριστοσ