Translation meaning & definition of the word "unlawful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράνομη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unlawful
[Παράνομος]/ənlɔfəl/
adjective
1. Not conforming to legality, moral law, or social convention
- "An unconventional marriage"
- "Improper banking practices"
- synonym:
- improper ,
- unconventional ,
- unlawful
1. Δεν συμμορφώνεται με τη νομιμότητα, το ηθικό δίκαιο ή την κοινωνική σύμβαση
- "Μη συμβατικός γάμος"
- "Αβέβαιες τραπεζικές πρακτικές"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλος ,
- μη συμβατική ,
- παράνομη
2. Contrary to or prohibited by or defiant of law
- "Unlawful measures"
- "Unlawful money"
- "Unlawful hunters"
- synonym:
- unlawful
2. Σε αντίθεση ή απαγορεύεται από ή παραβιάζοντας το νόμο
- "Παράνομα μέτρα"
- "Παράνομα χρήματα"
- "Παράνομοι κυνηγοί"
- συνώνυμο:
- παράνομη
3. Not morally right or permissible
- "Unlawful love"
- synonym:
- unlawful
3. Όχι ηθικά σωστό ή επιτρεπτό
- "Παράνομη αγάπη"
- συνώνυμο:
- παράνομη
4. Having no legally established claim
- "The wrongful heir to the throne"
- synonym:
- unlawful ,
- wrongful
4. Χωρίς νομικά καθορισμένη αξίωση
- "Ο λανθασμένος κληρονόμος του θρόνου"
- συνώνυμο:
- παράνομη ,
- αδικημένοσ
5. Contrary to or forbidden by law
- "An illegitimate seizure of power"
- "Illicit trade"
- "An outlaw strike"
- "Unlawful measures"
- synonym:
- illegitimate ,
- illicit ,
- outlaw(a) ,
- outlawed ,
- unlawful
5. Αντίθετα ή απαγορευμένα από το νόμο
- "Μια παράνομη κατάληψη εξουσίας"
- "Απλό εμπόριο"
- "Μια απεργία εκτός νόμου"
- "Παράνομα μέτρα"
- συνώνυμο:
- παράνομος ,
- εξωδικα( ,
- απαγορεύεται ,
- παράνομη