Translation meaning & definition of the word "unkempt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απερίσκεπτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unkempt
[Απερίσκεπτοσ]/ənkɛmpt/
adjective
1. Not neatly combed
- "Wild unkempt hair"
- synonym:
- unkempt
1. Όχι τακτοποιημένα χτενισμένα
- "Άγρια απερίσκεπτα μαλλιά"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ
2. Not properly maintained or cared for
- "An unkempt garden"
- "Native vistas and unkempt rambling paths"
- "An ukempt appearance"
- synonym:
- unkempt
2. Δεν συντηρείται ή φροντίζεται κατάλληλα
- "Ένας απερίσκεπτος κήπος"
- "Μητρική θέα και απερίσκεπτα μονοπάτια"
- "Μια απερίσκεπτη εμφάνιση"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ