Translation meaning & definition of the word "universal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παγκόσμια" στην ελληνική γλώσσα
Universal
[Καθολικός]noun
1. (linguistics) a grammatical rule (or other linguistic feature) that is found in all languages
- synonym:
- universal ,
- linguistic universal
1. (γλωσσολογία) ένας γραμματικός κανόνας (ή άλλο γλωσσικό χαρακτηριστικό) που βρίσκεται σε όλες τις γλώσσες
- συνώνυμο:
- καθολικός ,
- γλωσσικό καθολικό
2. (logic) a proposition that asserts something of all members of a class
- synonym:
- universal ,
- universal proposition
2. (λογικό) μια πρόταση που υποστηρίζει κάτι από όλα τα μέλη μιας τάξης
- συνώνυμο:
- καθολικός ,
- καθολική πρόταση
3. A behavioral convention or pattern characteristic of all members of a particular culture or of all human beings
- "Some form of religion seems to be a human universal"
- synonym:
- universal
3. Μια σύμβαση συμπεριφοράς ή ένα μοτίβο χαρακτηριστικό όλων των μελών μιας συγκεκριμένης κουλτούρας ή όλων των ανθρώπων
- "Κάποια μορφή θρησκείας φαίνεται να είναι ανθρώπινη καθολική"
- συνώνυμο:
- καθολικός
4. Coupling that connects two rotating shafts allowing freedom of movement in all directions
- "In motor vehicles a universal joint allows the driveshaft to move up and down as the vehicle passes over bumps"
- synonym:
- universal joint ,
- universal
4. Σύζευξη που συνδέει δύο περιστρεφόμενους άξονες που επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία προς όλες τις κατευθύνσεις
- "Στα μηχανοκίνητα οχήματα μια καθολική άρθρωση επιτρέπει στον αυτοκινητόδρομο να κινείται πάνω-κάτω καθώς το όχημα περνά πάνω από χτυπήμα"
- συνώνυμο:
- καθολική άρθρωση ,
- καθολικός
adjective
1. Of worldwide scope or applicability
- "An issue of cosmopolitan import"
- "The shrewdest political and ecumenical comment of our time"- christopher morley
- "Universal experience"
- synonym:
- cosmopolitan ,
- ecumenical ,
- oecumenical ,
- general ,
- universal ,
- worldwide ,
- world-wide
1. Παγκόσμιου πεδίου εφαρμογής ή δυνατότητας εφαρμογής
- "Ένα ζήτημα κοσμοπολίτικης εισαγωγής"
- "Το πιο έξυπνο πολιτικό και οικουμενικό σχόλιο της εποχής μας" - κρίστοφερ μόρλεϊ
- "Καθολική εμπειρία"
- συνώνυμο:
- κοσμοπολίτικος ,
- οικουμενική ,
- οικουμενικός ,
- γενικός ,
- καθολικός ,
- παγκοσμίως
2. Applicable to or common to all members of a group or set
- "The play opened to universal acclaim"
- "Rap enjoys universal appeal among teenage boys"
- synonym:
- universal
2. Εφαρμόζεται ή είναι κοινό σε όλα τα μέλη μιας ομάδας ή σετ
- "Το έργο άνοιξε για καθολική αναγνώριση"
- "Ο ραπ απολαμβάνει την καθολική έκκληση μεταξύ των εφήβων αγοριών"
- συνώνυμο:
- καθολικός
3. Adapted to various purposes, sizes, forms, operations
- "Universal wrench", "universal chuck"
- "Universal screwdriver"
- synonym:
- universal
3. Προσαρμοσμένος στους διάφορους σκοπούς, τα μεγέθη, τις μορφές, τις διαδικασίες
- "Καθολικό κλειδί", "καθολικό τσοκ"
- "Καθολικό κατσαβίδι"
- συνώνυμο:
- καθολικός