Translation meaning & definition of the word "uniquely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναδικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uniquely
[Μοναδικά]/junikli/
adverb
1. So as to be unique
- "He could determine uniquely the properties of the compound"
- synonym:
- uniquely ,
- unambiguously
1. Για να είμαστε μοναδικοί
- "Θα μπορούσε να καθορίσει μοναδικά τις ιδιότητες της ένωσης"
- συνώνυμο:
- μοναδικό ,
- αναμφισβήτητα