Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "union" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Union

[Ένωση]
/junjən/

noun

1. An organization of employees formed to bargain with the employer

  • "You have to join the union in order to get a job"
    synonym:
  • union
  • ,
  • labor union
  • ,
  • trade union
  • ,
  • trades union
  • ,
  • brotherhood

1. Μια οργάνωση των εργαζομένων που σχηματίστηκε για να διαπραγματευτεί με τον εργοδότη

  • "Πρέπει να ενταχθείτε στην ένωση για να βρείτε δουλειά"
    συνώνυμο:
  • ένωση
  • ,
  • εργατική Ένωση
  • ,
  • συνδικαλιστική ένωση
  • ,
  • αδελφότητα

2. The united states (especially the northern states during the american civil war)

  • "He has visited every state in the union"
  • "Lee hoped to detach maryland from the union"
  • "The north's superior resources turned the scale"
    synonym:
  • Union
  • ,
  • North

2. Οι ηνωμένες πολιτείες (ειδικά οι βόρειες πολιτείες κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου)

  • "Επισκέφθηκε κάθε κράτος της ένωσης"
  • "Η λι ήλπιζε να αποσπάσει το μέριλαντ από την ένωση"
  • "Οι ανώτεροι πόροι του βορρά γύρισαν την κλίμακα"
    συνώνυμο:
  • Ένωση
  • ,
  • Βόρεια

3. The act of pairing a male and female for reproductive purposes

  • "The casual couplings of adolescents"
  • "The mating of some species occurs only in the spring"
    synonym:
  • coupling
  • ,
  • mating
  • ,
  • pairing
  • ,
  • conjugation
  • ,
  • union
  • ,
  • sexual union

3. Η πράξη της σύζευξης ενός αρσενικού και θηλυκού για αναπαραγωγικούς σκοπούς

  • "Οι περιστασιακές συζεύξεις εφήβων"
  • "Το ζευγάρωμα ορισμένων ειδών εμφανίζεται μόνο την άνοιξη"
    συνώνυμο:
  • σύζευξη
  • ,
  • ζευγάρωμα
  • ,
  • ζευγαρώνω
  • ,
  • ένωση
  • ,
  • σεξουαλική ένωση

4. The state of being joined or united or linked

  • "There is strength in union"
    synonym:
  • union
  • ,
  • unification

4. Η κατάσταση της ένωσης ή της ενότητας ή της σύνδεσης

  • "Υπάρχει δύναμη στην ένωση"
    συνώνυμο:
  • ένωση
  • ,
  • ενοποίηση

5. The state of being a married couple voluntarily joined for life (or until divorce)

  • "A long and happy marriage"
  • "God bless this union"
    synonym:
  • marriage
  • ,
  • matrimony
  • ,
  • union
  • ,
  • spousal relationship
  • ,
  • wedlock

5. Η κατάσταση του να είσαι παντρεμένο ζευγάρι ενώθηκε οικειοθελώς για τη ζωή του ( μέχρι το διαζύγιο)

  • "Μακρύς και ευτυχισμένος γάμος"
  • "Ο θεός να ευλογεί αυτή την ένωση"
    συνώνυμο:
  • γάμος
  • ,
  • ένωση
  • ,
  • συζυγική σχέση
  • ,
  • πλακόστρωμα

6. Healing process involving the growing together of the edges of a wound or the growing together of broken bones

    synonym:
  • union
  • ,
  • conglutination

6. Διαδικασία επούλωσης που περιλαμβάνει την ανάπτυξη των άκρων μιας πληγής ή την ανάπτυξη μαζί των σπασμένων οστών

    συνώνυμο:
  • ένωση
  • ,
  • συγκόλληση

7. A political unit formed from previously independent people or organizations

  • "The soviet union"
    synonym:
  • union

7. Μια πολιτική μονάδα που σχηματίστηκε από προηγουμένως ανεξάρτητους ανθρώπους ή οργανισμούς

  • "Η σοβιετική ένωση"
    συνώνυμο:
  • ένωση

8. A set containing all and only the members of two or more given sets

  • "Let c be the union of the sets a and b"
    synonym:
  • union
  • ,
  • sum
  • ,
  • join

8. Ένα σύνολο που περιέχει όλα και μόνο τα μέλη δύο ή περισσότερων δεδομένων συνόλων

  • "Ας είναι η ένωση των συνόλων α και β"
    συνώνυμο:
  • ένωση
  • ,
  • ποσό
  • ,
  • συμμετέχω

9. The occurrence of a uniting of separate parts

  • "Lightning produced an unusual union of the metals"
    synonym:
  • union

9. Η εμφάνιση μιας ένωσης ξεχωριστών μερών

  • "Η αστραπή παρήγαγε μια ασυνήθιστη ένωση των μετάλλων"
    συνώνυμο:
  • ένωση

10. A device on a national flag emblematic of the union of two or more sovereignties (typically in the upper inner corner)

    synonym:
  • union

10. Μια συσκευή σε μια εθνική σημαία εμβληματική της ένωσης δύο ή περισσότερων κυριαρχιών (τυπικά στην άνω εσωτερική γωνία)

    συνώνυμο:
  • ένωση

11. The act of making or becoming a single unit

  • "The union of opposing factions"
  • "He looked forward to the unification of his family for the holidays"
    synonym:
  • union
  • ,
  • unification
  • ,
  • uniting
  • ,
  • conjugation
  • ,
  • jointure

11. Η πράξη της δημιουργίας ή της κατασκευής μιας ενιαίας μονάδας

  • "Η ένωση των αντίθετων φατριών"
  • "Ανυπομονούσε για την ενοποίηση της οικογένειάς του για τις διακοπές"
    συνώνυμο:
  • ένωση
  • ,
  • ενοποίηση
  • ,
  • ενώνοντασ
  • ,
  • σύζευξη
  • ,
  • άρθρωση

adjective

1. Being of or having to do with the northern united states and those loyal to the union during the american civil war

  • "Union soldiers"
  • "Federal forces"
  • "A federal infantryman"
    synonym:
  • Union
  • ,
  • Federal

1. Είναι ή έχει να κάνει με τις βόρειες ηνωμένες πολιτείες και εκείνους που είναι πιστοί στην ένωση κατά τη διάρκεια του αμερικανικού πολέμου

  • "Στρατιώτες της ένωσης"
  • "Ομοσπονδυλικές δυνάμεις"
  • "Ένας ομοσπονδιακός πεζός"
    συνώνυμο:
  • Ένωση
  • ,
  • Ομοσπονδιακή

2. Of trade unions

  • "The union movement"
  • "Union negotiations"
  • "A union-shop clause in the contract"
    synonym:
  • union

2. Των συνδικάτων

  • "Το κίνημα της ένωσης"
  • "Συνδικαλιστικές διαπραγματεύσεις"
  • "Μια ρήτρα συνδικαλιστικού καταστήματος στη σύμβαση"
    συνώνυμο:
  • ένωση

Examples of using

Are you an active member of the union?
Είστε ενεργό μέλος της Ένωσης?
Moreover, freedom in America is indivisible from the freedom to practice one's religion. That is why there is a mosque in every state of our union, and over 100,100 mosques within our borders.
Επιπλέον, η ελευθερία στην Αμερική είναι αδιαίρετη από την ελευθερία άσκησης της θρησκείας κάποιου. Γι' αυτό υπάρχει ένα τζαμί σε κάθε κατάσταση της ένωσής μας και πάνω από 100.100 τζαμιά εντός των συνόρων μας.