Translation meaning & definition of the word "uninvited" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απρόσκλητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uninvited
[Απρόσκλητοσ]/ənɪnvaɪtɪd/
adjective
1. Unwelcome and unwanted
- "Uninvited guests"
- "Uninvited thoughts"
- synonym:
- uninvited
1. Ανεπιθύμητο και ανεπιθύμητο
- "Μη επιβλεπόμενοι επισκέπτες"
- "Απρόσκλητες σκέψεις"
- συνώνυμο:
- απρόσκλητοσ
Examples of using
An uninvited guest is a pleasant surprise.
Ένας απρόσκλητος επισκέπτης είναι μια ευχάριστη έκπληξη.
I felt as if I were an uninvited guest.
Ένιωσα σαν να ήμουν απρόσκλητος επισκέπτης.
I felt as if I were an uninvited guest.
Ένιωσα σαν να ήμουν απρόσκλητος επισκέπτης.