Translation meaning & definition of the word "uninterrupted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αδιακόπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uninterrupted
[Απρόσκοπτη]/ənɪntərəptɪd/
adjective
1. Having undisturbed continuity
- "A convalescent needs uninterrupted sleep"
- synonym:
- uninterrupted
1. Έχοντας αδιατάρακτη συνέχεια
- "Η ανάρρωση χρειάζεται αδιάλειπτο ύπνο"
- συνώνυμο:
- αδιάλειπτος
2. Continuing in time or space without interruption
- "A continuous rearrangement of electrons in the solar atoms results in the emission of light"- james jeans
- "A continuous bout of illness lasting six months"
- "Lived in continuous fear"
- "A continuous row of warehouses"
- "A continuous line has no gaps or breaks in it"
- "Moving midweek holidays to the nearest monday or friday allows uninterrupted work weeks"
- synonym:
- continuous ,
- uninterrupted
2. Συνεχίζοντας στο χρόνο ή στο χώρο χωρίς διακοπή
- "Μια συνεχής αναδιάταξη ηλεκτρονίων στα ηλιακά άτομα οδηγεί στην εκπομπή φωτός" - τζέιμς τζινς
- "Μια συνεχής περίοδος ασθένειας που διαρκεί έξι μήνες"
- "Ζει σε συνεχή φόβο"
- "Μια συνεχής σειρά αποθηκών εμπορευμάτων"
- "Μια συνεχής γραμμή δεν έχει κενά ή σπασίματα σε αυτήν"
- "Η μετακίνηση των διακοπών στο μέσο της εβδομάδας στην πλησιέστερη δευτέρα ή παρασκευή επιτρέπει αδιάλειπτες εβδομάδες εργασίας"
- συνώνυμο:
- συνεχής ,
- αδιάλειπτος