Translation meaning & definition of the word "unimaginative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιανόητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unimaginative
[Αφάνταστοσ]/ənɪmæʤɪnətɪv/
adjective
1. Deficient in originality or creativity
- Lacking powers of invention
- "A sterile ideology lacking in originality"
- "Unimaginative development of a musical theme"
- "Uninspired writing"
- synonym:
- sterile ,
- unimaginative ,
- uninspired ,
- uninventive
1. Ανεπαρκής στην πρωτοτυπία ή τη δημιουργικότητα
- Ανεπαρκείς δυνάμεις εφεύρεσης
- "Μια στείρα ιδεολογία που λείπει από την πρωτοτυπία"
- "Αδιανόητη ανάπτυξη ενός μουσικού θέματος"
- "Ανεπιθύμητη γραφή"
- συνώνυμο:
- αποστειρωμένοσ ,
- αφάνταστοσ ,
- ανεμπόδιστοσ ,
- απερίσκεπτοσ
2. Dealing only with concrete facts
- synonym:
- unimaginative
2. Αντιμετώπιση μόνο συγκεκριμένων γεγονότων
- συνώνυμο:
- αφάνταστοσ
3. Lacking spontaneity or originality or individuality
- "Stereotyped phrases of condolence"
- "Even his profanity was unimaginative"
- synonym:
- stereotyped ,
- stereotypic ,
- stereotypical ,
- unimaginative
3. Ελλείψει αυθορμητισμού ή πρωτοτυπίας ή ατομικότητας
- "Στερεότυπες φράσεις συλλυπητηρίων"
- "Ακόμη και η βεβηλότητά του ήταν αδιανόητη"
- συνώνυμο:
- στερεότυπα ,
- στερεοτυπική ,
- αφάνταστοσ