Translation meaning & definition of the word "unification" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unification
[Ενοποίηση]/junəfəkeʃən/
noun
1. An occurrence that involves the production of a union
- synonym:
- fusion ,
- merger ,
- unification
1. Ένα περιστατικό που περιλαμβάνει την παραγωγή μιας ένωσης
- συνώνυμο:
- σύντηξη ,
- συγχώνευση ,
- ενοποίηση
2. The state of being joined or united or linked
- "There is strength in union"
- synonym:
- union ,
- unification
2. Η κατάσταση της ένωσης ή της ενότητας ή της σύνδεσης
- "Υπάρχει δύναμη στην ένωση"
- συνώνυμο:
- ένωση ,
- ενοποίηση
3. The act of making or becoming a single unit
- "The union of opposing factions"
- "He looked forward to the unification of his family for the holidays"
- synonym:
- union ,
- unification ,
- uniting ,
- conjugation ,
- jointure
3. Η πράξη της δημιουργίας ή της κατασκευής μιας ενιαίας μονάδας
- "Η ένωση των αντίθετων φατριών"
- "Ανυπομονούσε για την ενοποίηση της οικογένειάς του για τις διακοπές"
- συνώνυμο:
- ένωση ,
- ενοποίηση ,
- ενώνοντασ ,
- σύζευξη ,
- άρθρωση