Translation meaning & definition of the word "unhurried" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαράμιλλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unhurried
[Απληστεύω]/ənhərid/
adjective
1. Relaxed and leisurely
- Without hurry or haste
- "People strolling about in an unhurried way"
- "An unhurried walk"
- "Spoke in a calm and unhurried voice"
- synonym:
- unhurried
1. Χαλαρός και χαλαρός
- Χωρίς βιασύνη ή βιασύνη
- "Οι άνθρωποι περπατούν με ανεμπόδιστο τρόπο"
- "Ένας ανεμπόδιστος περίπατος"
- "Εμπνεύστε με ήρεμη και ανεμπόδιστη φωνή"
- συνώνυμο:
- απρόσκοπτη
2. Capable of accepting delay with equanimity
- "Was unhurried with the small children"
- synonym:
- unhurried
2. Ικανό να δεχτεί καθυστέρηση με την ισοτιμία
- "Δεν είχαμε παρέα με τα μικρά παιδιά"
- συνώνυμο:
- απρόσκοπτη