Translation meaning & definition of the word "unheeded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεξάρτητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unheeded
[Ανακρίνονται]/ənhidɪd/
adjective
1. Disregarded
- "His cries were unheeded"
- "Shaw's neglected one-act comedy, `a village wooing'"
- "Her ignored advice"
- synonym:
- ignored ,
- neglected ,
- unheeded
1. Αγνοείται
- "Οι κραυγές του δεν ακούστηκαν"
- "Η παραμελημένη κωμωδία μιας παράστασης, `ένα χωριό γουόκινγκ'"
- "Αγνοημένη συμβουλή"
- συνώνυμο:
- αγνοείται ,
- παραμελημένος ,
- ανεξέλεγκτοσ