Translation meaning & definition of the word "unheard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανήκουστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unheard
[Ανήκουστοσ]/ənhərd/
adjective
1. Not necessarily inaudible but not heard
- synonym:
- unheard
1. Όχι απαραίτητα απαρατήρητο αλλά δεν ακούγεται
- συνώνυμο:
- ανήκουστοσ