Translation meaning & definition of the word "unfounded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αβάσιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unfounded
[Αβάσιμοσ]/ənfaʊndɪd/
adjective
1. Without a basis in reason or fact
- "Baseless gossip"
- "The allegations proved groundless"
- "Idle fears"
- "Unfounded suspicions"
- "Unwarranted jealousy"
- synonym:
- baseless ,
- groundless ,
- idle ,
- unfounded ,
- unwarranted ,
- wild
1. Χωρίς βάση στη λογική ή στην πραγματικότητα
- "Αβαστικό κουτσομπολιό"
- "Οι ισχυρισμοί αποδείχθηκαν αβάσιμοι"
- "Απερίσκεπτοι φόβοι"
- "Αβάσιμες υποψίες"
- "Ακατανόητη ζήλια"
- συνώνυμο:
- αβάσιμη ,
- αβάσιμος ,
- αδρανής ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- άγριος