Translation meaning & definition of the word "unforgiving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδιάτακτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unforgiving
[Ανεπηρέαστοσ]/ənfərgɪvɪŋ/
adjective
1. Unwilling or unable to forgive or show mercy
- "A surly unforgiving old woman"
- synonym:
- unforgiving
1. Απρόθυμος ή ανίκανος να συγχωρήσει ή να δείξει έλεος
- "Μια εξαιρετικά ασυγχώρητη ηλικιωμένη γυναίκα"
- συνώνυμο:
- αμείλικτοσ
2. Not to be placated or appeased or moved by entreaty
- "Grim determination"
- "Grim necessity"
- "Russia's final hour, it seemed, approached with inexorable certainty"
- "Relentless persecution"
- "The stern demands of parenthood"
- synonym:
- grim ,
- inexorable ,
- relentless ,
- stern ,
- unappeasable ,
- unforgiving ,
- unrelenting
2. Δεν πρέπει να πλανηθείτε ή να κατευναστείτε ή να μετακινηθείτε από την παγίδευση
- "Προσκυνηματική αποφασιστικότητα"
- "Προσκυνηματική αναγκαιότητα"
- "Η τελευταία ώρα της ρωσίας, φαινόταν, πλησίασε με αμείλικτη βεβαιότητα"
- "Αδυσώπητη δίωξη"
- "Οι αυστηρές απαιτήσεις της γονεϊκότητας"
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω ,
- αμείλικτοσ ,
- αμείλικτος ,
- στερν ,
- ανεμπόδιστοσ ,
- αδυσώπητοσ