Translation meaning & definition of the word "unfold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπίπεδη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unfold
[Ξεδιπλώνω]/ənfoʊld/
verb
1. Develop or come to a promising stage
- "Youth blossomed into maturity"
- synonym:
- blossom ,
- blossom out ,
- blossom forth ,
- unfold
1. Αναπτύξτε ή να έρθει σε ένα πολλά υποσχόμενο στάδιο
- "Το νεότερο άνθισε στην ωριμότητα"
- συνώνυμο:
- άνθος ,
- ανθίζω ,
- ξεδιπλώνω
2. Open to the view
- "A walk through town will unfold many interesting buildings"
- synonym:
- unfold
2. Ανοιχτό στην προβολή
- "Μια βόλτα στην πόλη θα ξεδιπλώσει πολλά ενδιαφέροντα κτίρια"
- συνώνυμο:
- ξεδιπλώνω
3. Extend or stretch out to a greater or the full length
- "Unfold the newspaper"
- "Stretch out that piece of cloth"
- "Extend the tv antenna"
- synonym:
- unfold ,
- stretch ,
- stretch out ,
- extend
3. Επεκτείνετε ή τεντώστε σε μεγαλύτερο ή πλήρες μήκος
- "Δεν ανοίγει την εφημερίδα"
- "Τεντώστε έξω αυτό το κομμάτι ύφασμα"
- "Επεκτείνετε την κεραία της τηλεόρασης"
- συνώνυμο:
- ξεδιπλώνω ,
- τεντώνω ,
- επεκτείνω
4. Spread out or open from a closed or folded state
- "Open the map"
- "Spread your arms"
- synonym:
- unfold ,
- spread ,
- spread out ,
- open
4. Απλώστε έξω ή ανοίξτε από μια κλειστή ή διπλωμένη κατάσταση
- "Ανοίξτε τον χάρτη"
- "Διαδώστε τα χέρια σας"
- συνώνυμο:
- ξεδιπλώνω ,
- διαδίδω ,
- απλώνω ,
- ανοιχτός