Translation meaning & definition of the word "unfit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανεξάρτητη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unfit
[Άδικοσ]/ənfɪt/
verb
1. Make unfit or unsuitable
- "Your income disqualifies you"
- synonym:
- disqualify ,
- unfit ,
- indispose
1. Κάντε ακατάλληλο ή ακατάλληλο
- "Το εισόδημά σας σας αποκλείει"
- συνώνυμο:
- αποκλείω ,
- ακατάλληλοσ ,
- αποζημιώνω
adjective
1. Below the required standards for a purpose
- "An unfit parent"
- "Unfit for human consumption"
- synonym:
- unfit
1. Κάτω από τα απαιτούμενα πρότυπα για ένα σκοπό
- "Ακατάλληλος γονέας"
- "Ανεξάρτητος για την ανθρώπινη κατανάλωση"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλοσ
2. Not in good physical or mental condition
- Out of condition
- "Fat and very unfit"
- "Certified as unfit for army service"
- "Drunk and unfit for service"
- synonym:
- unfit
2. Όχι σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση
- Εκτός κατάστασης
- "Λίπος και πολύ ακατάλληλος"
- "Πιστοποιημένος ως ακατάλληλος για τη θητεία του στρατού"
- "Μεθυσμένος και ακατάλληλος για την υπηρεσία"
- συνώνυμο:
- ακατάλληλοσ
3. Physically unsound or diseased
- "Has a bad back"
- "A bad heart"
- "Bad teeth"
- "An unsound limb"
- "Unsound teeth"
- synonym:
- bad ,
- unfit ,
- unsound
3. Σωματικά ανέγγιχτος ή άρρωστος
- "Έχει κακή πλάτη"
- "Κακή καρδιά"
- "Κακά δόντια"
- "Ένα ανύπαρκτο άκρο"
- "Ανέγγιχτα δόντια"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- ακατάλληλοσ ,
- ανεπιθύμητοσ
Examples of using
Tom is unfit for duty.
Ο Τομ είναι ακατάλληλος για καθήκον.