Translation meaning & definition of the word "unfaithful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απρόσεκτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unfaithful
[Άπιστοσ]/ənfeθfəl/
adjective
1. Not true to duty or obligation or promises
- "An unfaithful lover"
- synonym:
- unfaithful
1. Δεν είναι αληθές στο καθήκον ή την υποχρέωση ή τις υποσχέσεις
- "Ένας άπιστος εραστής"
- συνώνυμο:
- άπιστος
2. Having sexual relations with someone other than your husband or wife, or your boyfriend or girlfriend
- "Her husband was unfaithful"
- synonym:
- unfaithful
2. Έχοντας σεξουαλικές σχέσεις με κάποιον άλλο εκτός από το σύζυγό σας ή τη σύζυγό σας, ή το φίλο ή τη φίλη σας
- "Ο σύζυγός της ήταν άπιστος"
- συνώνυμο:
- άπιστος
3. Having the character of, or characteristic of, a traitor
- "The faithless benedict arnold"
- "A lying traitorous insurrectionist"
- synonym:
- faithless ,
- traitorous ,
- unfaithful ,
- treasonable ,
- treasonous
3. Έχοντας τον χαρακτήρα ή το χαρακτηριστικό ενός προδότη
- "Ο απίστευτος βενέδικτος άρνολντ"
- "Ένας ψεύτης προδοτικός εξεγερσιακός"
- συνώνυμο:
- απίστευτοσ ,
- προδοτικόσ ,
- άπιστος ,
- προδοτικός
4. Not trustworthy
- "An unfaithful reproduction"
- synonym:
- unfaithful
4. Δεν είναι αξιόπιστος
- "Μια άπιστη αναπαραγωγή"
- συνώνυμο:
- άπιστος
Examples of using
Tom is unfaithful.
Ο Τομ είναι άπιστος.