Translation meaning & definition of the word "unfair" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unfair
[Άδικοσ]/ənfɛr/
adjective
1. Not fair
- Marked by injustice or partiality or deception
- "Used unfair methods"
- "It was an unfair trial"
- "Took an unfair advantage"
- synonym:
- unfair ,
- unjust
1. Όχι δίκαιος
- Χαρακτηρίζεται από αδικία ή μεροληψία ή εξαπάτηση
- "Χρησιμοποιημένες άδικες μέθοδοι"
- "Ήταν μια άδικη δίκη"
- "Πήρα ένα άδικο πλεονέκτημα"
- συνώνυμο:
- άδικο ,
- άδικος
Examples of using
That was unfair.
Αυτό ήταν άδικο.
We're being unfair.
Είμαστε άδικοι.
It's extremely unfair.
Είναι εξαιρετικά άδικο.