Translation meaning & definition of the word "unfailing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unfailing
[Απείθαρχοσ]/ənfelɪŋ/
adjective
1. Not liable to failure
- "A foolproof identification system"
- "The unfailing sign of an amateur"
- "An unfailing test"
- synonym:
- foolproof ,
- unfailing
1. Δεν υπόκειται σε αποτυχία
- "Ένα αλάνθαστο σύστημα αναγνώρισης"
- "Το ακλόνητο σημάδι ενός ερασιτέχνη"
- "Μια αδιάφορη δοκιμή"
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- ανεξέλεγκτοσ
2. Always able to supply more
- "An unfailing source of good stories"
- "A subject of unfailing interest"
- synonym:
- unfailing
2. Πάντα ικανός να παρέχει περισσότερα
- "Μια αδιάλειπτη πηγή καλών ιστοριών"
- "Αντικείμενο ανεπαρκούς ενδιαφέροντος"
- συνώνυμο:
- ανεξέλεγκτοσ
3. Unceasing
- "Unfailing loyalty"
- "Unfailing good spirits"
- "Unflagging courtesy"
- synonym:
- unfailing ,
- unflagging
3. Αδιάλειπτη
- "Αποτυχημένη πίστη"
- "Αποτυχημένα καλά πνεύματα"
- "Απελπιστική ευγένεια"
- συνώνυμο:
- ανεξέλεγκτοσ ,
- ανεπιθύμητη ενημέρωση