Translation meaning & definition of the word "unexpectedly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απροσδόκητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unexpectedly
[Απροσδόκητα]/ənɪkspɛktɪdli/
adverb
1. In a way that was not expected
- "Her brother showed up at the wedding out of the blue"
- synonym:
- unexpectedly ,
- out of the blue
1. Με τρόπο που δεν αναμενόταν
- "Ο αδελφός της εμφανίστηκε στο γάμο από το μπλε"
- συνώνυμο:
- απροσδόκητα ,
- από το μπλε
2. Without advance planning
- "They met accidentally"
- synonym:
- by chance ,
- accidentally ,
- circumstantially ,
- unexpectedly
2. Χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό
- "Συναντήθηκαν τυχαία"
- συνώνυμο:
- τυχαία ,
- περιστασιακά ,
- απροσδόκητα
Examples of using
He appeared unexpectedly after three years of absence.
Εμφανίστηκε απροσδόκητα μετά από τρία χρόνια απουσίας.
The President died unexpectedly
Ο πρόεδρος πέθανε απροσδόκητα
I met him quite unexpectedly.
Τον γνώρισα απροσδόκητα.