Translation meaning & definition of the word "unethical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανήθικη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unethical
[Ανήθικο]/ənɛθɪkəl/
adjective
1. Not conforming to approved standards of social or professional behavior
- "Unethical business practices"
- synonym:
- unethical
1. Δεν συμμορφώνεται με τα εγκεκριμένα πρότυπα κοινωνικής ή επαγγελματικής συμπεριφοράς
- "Ανήθικες επιχειρηματικές πρακτικές"
- συνώνυμο:
- ανήθικο
Examples of using
That's unethical.
Αυτό είναι ανήθικο.