Translation meaning & definition of the word "unequal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακυριαρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unequal
[Άνισοσ]/ənikwəl/
adjective
1. Poorly balanced or matched in quantity or value or measure
- synonym:
- unequal
1. Ανεπαρκώς ισορροπημένο ή αντιστοιχημένο σε ποσότητα ή αξία ή μέτρο
- συνώνυμο:
- άνισοσ
2. Lacking the requisite qualities or resources to meet a task
- "Inadequate training"
- "The staff was inadequate"
- "She was unequal to the task"
- synonym:
- inadequate ,
- unequal
2. Λείπουν οι απαιτούμενες ιδιότητες ή πόροι για την εκπλήρωση μιας εργασίας
- "Ανεπαρκής εκπαίδευση"
- "Το προσωπικό ήταν ανεπαρκές"
- "Ήταν άνιση με το έργο"
- συνώνυμο:
- ανεπαρκής ,
- άνισοσ