Translation meaning & definition of the word "unenforced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεπιβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unenforced
[Ανεπιβολή]/ənɛnfɔrst/
adjective
1. Not enforced
- Not compelled especially by legal or police action
- "Too many unenforced laws can breed contempt for law"
- synonym:
- unenforced
1. Δεν επιβάλλεται
- Δεν υποχρεώνεται ιδιαίτερα από νομική ή αστυνομική ενέργεια
- "Πάρα πολλοί μη ενισχυμένοι νόμοι μπορούν να δημιουργήσουν περιφρόνηση για το νόμο"
- συνώνυμο:
- ανεπιβολή