Translation meaning & definition of the word "uneasy" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ανήσυχος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Uneasy
[Ανήσυχος]/ənizi/
adjective
1. Lacking a sense of security or affording no ease or reassurance
- "Farmers were uneasy until rain finally came"
- "Uneasy about his health"
- "Gave an uneasy laugh"
- "Uneasy lies the head that wears the crown"
- "An uneasy coalition government"
- "An uneasy calm"
- "An uneasy silence fell on the group"
- synonym:
- uneasy
1. Έλλειψη αίσθησης ασφάλειας ή χωρίς ευκολία ή διαβεβαίωση
- "Οι αγρότες ήταν ανήσυχοι μέχρι που τελικά ήρθε η βροχή"
- "Ανήσυχος για την υγεία του"
- "Έδωσε ένα ανήσυχο γέλιο"
- "Ανήσυχο βρίσκεται το κεφάλι που φοράει το στέμμα"
- "Μια ανήσυχη κυβέρνηση συνασπισμού"
- "Μια ανήσυχη ηρεμία"
- "Μια ανήσυχη σιωπή έπεσε στην ομάδα"
- συνώνυμο:
- ανήσυχος
2. Lacking or not affording physical or mental rest
- "A restless night"
- "She fell into an uneasy sleep"
- synonym:
- restless ,
- uneasy
2. Έλλειψη ή μη παροχής σωματικής ή ψυχικής ανάπαυσης
- "Μια ανήσυχη νύχτα"
- "Έπεσε σε έναν άβολο ύπνο"
- συνώνυμο:
- ανήσυχος
3. Causing or fraught with or showing anxiety
- "Spent an anxious night waiting for the test results"
- "Cast anxious glances behind her"
- "Those nervous moments before takeoff"
- "An unquiet mind"
- synonym:
- anxious ,
- nervous ,
- queasy ,
- uneasy ,
- unquiet
3. Πρόκληση ή γεμάτη ή εμφάνιση άγχους
- "Πέρασε μια ανήσυχη νύχτα περιμένοντας τα αποτελέσματα των εξετάσεων"
- "Ρίξε ανήσυχες ματιές πίσω της"
- "Αυτές οι νευρικές στιγμές πριν την απογείωση"
- "Ένα ανήσυχο μυαλό"
- συνώνυμο:
- ανήσυχος ,
- νευρικός ,
- παράξενοσ
4. Socially uncomfortable
- Unsure and constrained in manner
- "Awkward and reserved at parties"
- "Ill at ease among eddies of people he didn't know"
- "Was always uneasy with strangers"
- synonym:
- awkward ,
- ill at ease(p) ,
- uneasy
4. Κοινωνικά άβολα
- Αβέβαιος και περιορισμένος με τον τρόπο
- "Δύστροπο και συγκρατημένο στα πάρτι"
- "Άνετα ανάμεσα σε δίνες ανθρώπων που δεν ήξερε"
- "Ήταν πάντα ανήσυχος με τους ξένους"
- συνώνυμο:
- αμήχανος ,
- άρρωστος άνετα(p) ,
- ανήσυχος
5. Relating to bodily unease that causes discomfort
- synonym:
- uneasy
5. Σχετίζεται με σωματική ανησυχία που προκαλεί δυσφορία
- συνώνυμο:
- ανήσυχος
Examples of using
An uneasy conscience betrays itself.
Μια ανήσυχη συνείδηση προδίδει τον εαυτό της.
I feel a little uneasy about Tom.
Νιώθω λίγο ανήσυχος για τον Τομ.
I feel uneasy in my father's presence.
Νιώθω άβολα στην παρουσία του πατέρα μου.