Translation meaning & definition of the word "unearthly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εθνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Unearthly
[Αγένεια]/ənərθli/
adjective
1. Concerned with or affecting the spirit or soul
- "A spiritual approach to life"
- "Spiritual fulfillment"
- "Spiritual values"
- "Unearthly love"
- synonym:
- spiritual ,
- unearthly
1. Ασχολείται ή επηρεάζει το πνεύμα ή την ψυχή
- "Μια πνευματική προσέγγιση στη ζωή"
- "Πνευματική εκπλήρωση"
- "Πνευματικές αξίες"
- "Αγάπη απόλυτα"
- συνώνυμο:
- πνευματικόσ ,
- ανεπιθύμητα
2. Suggesting the operation of supernatural influences
- "An eldritch screech"
- "The three weird sisters"
- "Stumps...had uncanny shapes as of monstrous creatures"- john galsworthy
- "An unearthly light"
- "He could hear the unearthly scream of some curlew piercing the din"- henry kingsley
- synonym:
- eldritch ,
- weird ,
- uncanny ,
- unearthly
2. Προτείνοντας τη λειτουργία των υπερφυσικών επιρροών
- "Ένας παλαιότερος στίχος"
- "Οι τρεις περίεργες αδελφές"
- "Χτυπάει παράξενα σχήματα από τερατώδη πλάσματα" - τζον γκάλσγουορθ.
- "Ένα απερίγραπτο φως"
- "Θα μπορούσε να ακούσει την κραυγή κάποιου σγουρού να διαπερνά το δην" - χένρι κίνγκσλεϊ
- συνώνυμο:
- έλντριτς ,
- παράξενος ,
- απλά ,
- ανεπιθύμητα